ακτινοβόλος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακτινοβόλος • (aktinovólos) m (feminine ακτινοβόλα or ακτινοβόλος, neuter ακτινοβόλο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακτινοβόλος (aktinovólos) | ακτινοβόλος (aktinovólos) ακτινοβόλα (aktinovóla) |
ακτινοβόλο (aktinovólo) | ακτινοβόλοι (aktinovóloi) | ακτινοβόλοι (aktinovóloi) ακτινοβόλες (aktinovóles) |
ακτινοβόλα (aktinovóla) | |
genitive | ακτινοβόλου (aktinovólou) | ακτινοβόλου (aktinovólou) ακτινοβόλας (aktinovólas) |
ακτινοβόλου (aktinovólou) | ακτινοβόλων (aktinovólon) | ακτινοβόλων (aktinovólon) | ακτινοβόλων (aktinovólon) | |
accusative | ακτινοβόλο (aktinovólo) | ακτινοβόλο (aktinovólo) ακτινοβόλα (aktinovóla) |
ακτινοβόλο (aktinovólo) | ακτινοβόλους (aktinovólous) | ακτινοβόλους (aktinovólous) ακτινοβόλες (aktinovóles) |
ακτινοβόλα (aktinovóla) | |
vocative | ακτινοβόλε (aktinovóle) | ακτινοβόλε (aktinovóle) ακτινοβόλα (aktinovóla) |
ακτινοβόλο (aktinovólo) | ακτινοβόλοι (aktinovóloi) | ακτινοβόλοι (aktinovóloi) ακτινοβόλες (aktinovóles) |
ακτινοβόλα (aktinovóla) |
Related terms
[edit]- see: ακτινενέργεια f (aktinenérgeia, “radioactivity”)
Further reading
[edit]- ακτινοβόλος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- ακτινοβόλος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language