Jump to content

ακτινοβόλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακτινοβόλος (aktinovólosm (feminine ακτινοβόλα or ακτινοβόλος, neuter ακτινοβόλο)

  1. (physics) radiating, irradiating
  2. gleaming, shining

Declension

[edit]
Declension of ακτινοβόλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακτινοβόλος (aktinovólos) ακτινοβόλος (aktinovólos)
ακτινοβόλα (aktinovóla)
ακτινοβόλο (aktinovólo) ακτινοβόλοι (aktinovóloi) ακτινοβόλοι (aktinovóloi)
ακτινοβόλες (aktinovóles)
ακτινοβόλα (aktinovóla)
genitive ακτινοβόλου (aktinovólou) ακτινοβόλου (aktinovólou)
ακτινοβόλας (aktinovólas)
ακτινοβόλου (aktinovólou) ακτινοβόλων (aktinovólon) ακτινοβόλων (aktinovólon) ακτινοβόλων (aktinovólon)
accusative ακτινοβόλο (aktinovólo) ακτινοβόλο (aktinovólo)
ακτινοβόλα (aktinovóla)
ακτινοβόλο (aktinovólo) ακτινοβόλους (aktinovólous) ακτινοβόλους (aktinovólous)
ακτινοβόλες (aktinovóles)
ακτινοβόλα (aktinovóla)
vocative ακτινοβόλε (aktinovóle) ακτινοβόλε (aktinovóle)
ακτινοβόλα (aktinovóla)
ακτινοβόλο (aktinovólo) ακτινοβόλοι (aktinovóloi) ακτινοβόλοι (aktinovóloi)
ακτινοβόλες (aktinovóles)
ακτινοβόλα (aktinovóla)
[edit]

Further reading

[edit]