Jump to content

ακτινοθεραπεία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ακτινοθεραπεία (aktinotherapeíaf (plural ακτινοθεραπείες)

  1. (medicine) radiotherapy

Declension

[edit]
singular plural
nominative ακτινοθεραπεία (aktinotherapeía) ακτινοθεραπείες (aktinotherapeíes)
genitive ακτινοθεραπείας (aktinotherapeías) ακτινοθεραπειών (aktinotherapeión)
accusative ακτινοθεραπεία (aktinotherapeía) ακτινοθεραπείες (aktinotherapeíes)
vocative ακτινοθεραπεία (aktinotherapeía) ακτινοθεραπείες (aktinotherapeíes)
[edit]

Further reading

[edit]