ακτινοθεραπεία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ακτινοθεραπεία • (aktinotherapeía) f (plural ακτινοθεραπείες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακτινοθεραπεία (aktinotherapeía) | ακτινοθεραπείες (aktinotherapeíes) |
genitive | ακτινοθεραπείας (aktinotherapeías) | ακτινοθεραπειών (aktinotherapeión) |
accusative | ακτινοθεραπεία (aktinotherapeía) | ακτινοθεραπείες (aktinotherapeíes) |
vocative | ακτινοθεραπεία (aktinotherapeía) | ακτινοθεραπείες (aktinotherapeíes) |
Related terms
[edit]- see: ακτίνα Χ f (aktína Ch, “X-ray”)
Further reading
[edit]- ακτινοθεραπεία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el