Jump to content

ακτινοβολία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ακτινοβολία (aktinovolíaf (plural ακτινοβολίες)

  1. (physics) radiation (electromagnetic of particle emission)

Declension

[edit]
Declension of ακτινοβολία
singular plural
nominative ακτινοβολία (aktinovolía) ακτινοβολίες (aktinovolíes)
genitive ακτινοβολίας (aktinovolías) ακτινοβολιών (aktinovolión)
accusative ακτινοβολία (aktinovolía) ακτινοβολίες (aktinovolíes)
vocative ακτινοβολία (aktinovolía) ακτινοβολίες (aktinovolíes)
[edit]

Further reading

[edit]