ακτινοειδής
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακτινοειδής • (aktinoeidís) m (feminine ακτινοειδής, neuter ακτινοειδές)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακτινοειδής (aktinoeidís) | ακτινοειδής (aktinoeidís) | ακτινοειδές (aktinoeidés) | ακτινοειδείς (aktinoeideís) | ακτινοειδείς (aktinoeideís) | ακτινοειδή (aktinoeidí) | |
genitive | ακτινοειδούς (aktinoeidoús) ακτινοειδή (aktinoeidí) |
ακτινοειδούς (aktinoeidoús) | ακτινοειδούς (aktinoeidoús) | ακτινοειδών (aktinoeidón) | ακτινοειδών (aktinoeidón) | ακτινοειδών (aktinoeidón) | |
accusative | ακτινοειδή (aktinoeidí) | ακτινοειδή (aktinoeidí) | ακτινοειδές (aktinoeidés) | ακτινοειδείς (aktinoeideís) | ακτινοειδείς (aktinoeideís) | ακτινοειδή (aktinoeidí) | |
vocative | ακτινοειδή (aktinoeidí) ακτινοειδής (aktinoeidís) |
ακτινοειδής (aktinoeidís) | ακτινοειδές (aktinoeidés) | ακτινοειδείς (aktinoeideís) | ακτινοειδείς (aktinoeideís) | ακτινοειδή (aktinoeidí) |
Synonyms
[edit]- ακτινωτός (aktinotós) (more common)
Related terms
[edit]- ακτίνα f (aktína, “radius, light beam”)