Jump to content

ακτινοειδής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακτινοειδής (aktinoeidísm (feminine ακτινοειδής, neuter ακτινοειδές)

  1. radial

Declension

[edit]
Declension of ακτινοειδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακτινοειδής (aktinoeidís) ακτινοειδής (aktinoeidís) ακτινοειδές (aktinoeidés) ακτινοειδείς (aktinoeideís) ακτινοειδείς (aktinoeideís) ακτινοειδή (aktinoeidí)
genitive ακτινοειδούς (aktinoeidoús)
ακτινοειδή (aktinoeidí)
ακτινοειδούς (aktinoeidoús) ακτινοειδούς (aktinoeidoús) ακτινοειδών (aktinoeidón) ακτινοειδών (aktinoeidón) ακτινοειδών (aktinoeidón)
accusative ακτινοειδή (aktinoeidí) ακτινοειδή (aktinoeidí) ακτινοειδές (aktinoeidés) ακτινοειδείς (aktinoeideís) ακτινοειδείς (aktinoeideís) ακτινοειδή (aktinoeidí)
vocative ακτινοειδή (aktinoeidí)
ακτινοειδής (aktinoeidís)
ακτινοειδής (aktinoeidís) ακτινοειδές (aktinoeidés) ακτινοειδείς (aktinoeideís) ακτινοειδείς (aktinoeideís) ακτινοειδή (aktinoeidí)

Synonyms

[edit]
[edit]