Jump to content

ακτινενεργός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακτινενεργός (aktinenergósm (feminine ακτινενεργός, neuter ακτινενεργό)

  1. (obsolete, physics) radioactive

Declension

[edit]
Declension of ακτινενεργός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακτινενεργός (aktinenergós) ακτινενεργός (aktinenergós) ακτινενεργό (aktinenergó) ακτινενεργοί (aktinenergoí) ακτινενεργοί (aktinenergoí) ακτινενεργά (aktinenergá)
genitive ακτινενεργού (aktinenergoú) ακτινενεργού (aktinenergoú) ακτινενεργού (aktinenergoú) ακτινενεργών (aktinenergón) ακτινενεργών (aktinenergón) ακτινενεργών (aktinenergón)
accusative ακτινενεργό (aktinenergó) ακτινενεργό (aktinenergó) ακτινενεργό (aktinenergó) ακτινενεργούς (aktinenergoús) ακτινενεργούς (aktinenergoús) ακτινενεργά (aktinenergá)
vocative ακτινενεργέ (aktinenergé) ακτινενεργέ (aktinenergé) ακτινενεργό (aktinenergó) ακτινενεργοί (aktinenergoí) ακτινενεργοί (aktinenergoí) ακτινενεργά (aktinenergá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακτινενεργός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακτινενεργός, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]