Jump to content

ακτινοδιαγνωστική

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ακτινοδιαγνωστική (aktinodiagnostikíf (plural ακτινοδιαγνωστικές)

  1. (medicine) radiodiagnosis

Declension

[edit]
singular plural
nominative ακτινοδιαγνωστική (aktinodiagnostikí) ακτινοδιαγνωστικές (aktinodiagnostikés)
genitive ακτινοδιαγνωστικής (aktinodiagnostikís) ακτινοδιαγνωστικών (aktinodiagnostikón)
accusative ακτινοδιαγνωστική (aktinodiagnostikí) ακτινοδιαγνωστικές (aktinodiagnostikés)
vocative ακτινοδιαγνωστική (aktinodiagnostikí) ακτινοδιαγνωστικές (aktinodiagnostikés)
[edit]