αδιάφορος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀδιάφορος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek ἀδιάφορος (adiáphoros, “indifferent”), ancient sense: "not different". By surface analysis, α- privative (a- privative) + διάφορος (diáforos, “different”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αδιάφορος • (adiáforos) m (feminine αδιάφορη, neuter αδιάφορο)
- indifferent (not interested, not caring)
- Αυτός ο μαθητής είναι τελείως αδιάφορος. Δεν προσέχει καθόλου στο μάθημα.
- Aftós o mathitís eínai teleíos adiáforos. Den proséchei kathólou sto máthima.
- This student is totally indifferent. He pays no attention whatseoever at lessons.
- uninteresting
- Τα μαθήματα του καθηγητή Χ είναι αδιάφορα, δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον.
- Ta mathímata tou kathigití Ch eínai adiáfora, den échoun kanéna endiaféron.
- Lessons by professor X are entirely uninteresting, they are of no interest at all.
- of no importance
- Με κατηγορείς συνεχώς, αλλά μου είναι αδιάφορο.
- Me katigoreís synechós, allá mou eínai adiáforo.
- You constantly accuse me, but it does not matter to me.
Declension
[edit]Declension of αδιάφορος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιάφορος • | αδιάφορη • | αδιάφορο • | αδιάφοροι • | αδιάφορες • | αδιάφορα • |
genitive | αδιάφορου • | αδιάφορης • | αδιάφορου • | αδιάφορων • | αδιάφορων • | αδιάφορων • |
accusative | αδιάφορο • | αδιάφορη • | αδιάφορο • | αδιάφορους • | αδιάφορες • | αδιάφορα • |
vocative | αδιάφορε • | αδιάφορη • | αδιάφορο • | αδιάφοροι • | αδιάφορες • | αδιάφορα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιάφορος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιάφορος, etc.) |
Related terms
[edit]- αδιάφορα (adiáfora, adverb)
- αδιαφόρετος (adiafóretos, “useless”, adjective) (folksy)
- αδιαφόρευτος (adiafóreftos, “useless”, adjective) (dialectal)
- αδιαφόριστος (adiafóristos, “undifferentiated”)
- αδιαφοροποίητος (adiaforopoíitos, “undifferentiated”)
- αδιαφορώ (adiaforó, “I do not care”)
- αδιαφορία f (adiaforía, “indifference”)
- and see: α- privative (a- privative), διάφορος (diáforos, “different”), and διαφέρω (diaféro, διαφέρω)
Further reading
[edit]- αδιάφορος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary, Centre for the Greek language
- αδιάφορος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- αδιάφορος - Charalambakis, Chistoforos et al. (2014) Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Christiko lexiko tis Neoellhnikis Glossas) [A Practical dictionary of Modern Greek language] (in Greek) Athens: Academy of Athens. (online since 2023 - abbreviations - symbols)