αδιαφόρετος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αδιαφόρετος • (adiafóretos) m (feminine αδιαφόρετη, neuter αδιαφόρετο)
- (folksy) useless
- and see the dialectal synonym: αδιαφόρευτος (adiafóreftos)
Declension
[edit]Declension of αδιαφόρετος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαφόρετος • | αδιαφόρετη • | αδιαφόρετο • | αδιαφόρετοι • | αδιαφόρετες • | αδιαφόρετα • |
genitive | αδιαφόρετου • | αδιαφόρετης • | αδιαφόρετου • | αδιαφόρετων • | αδιαφόρετων • | αδιαφόρετων • |
accusative | αδιαφόρετο • | αδιαφόρετη • | αδιαφόρετο • | αδιαφόρετους • | αδιαφόρετες • | αδιαφόρετα • |
vocative | αδιαφόρετε • | αδιαφόρετη • | αδιαφόρετο • | αδιαφόρετοι • | αδιαφόρετες • | αδιαφόρετα • |
Related terms
[edit]- αδιαφόρετα (adiafóreta, “uselessly”, adverb)
- and see: αδιάφορος (adiáforos, “indifferent”)
Further reading
[edit]- αδιαφόρετος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary, Centre for the Greek language
- αδιαφόρετος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language