Jump to content

αδιαφοροποίητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From α- privative (a- privative) + stem διαφοροποιη- diaforopoii- of διαφοροποιώ (diaforopoió, differentiate) + -τος (-tos, suffix for verbal adjectives).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ði̯a.fo.roˈpi.i.tos/
  • Hyphenation: α‧δια‧φο‧ρο‧ποί‧η‧τος
  • Old Hyphenation: α‧δι‧α‧φο‧ρο‧ποί‧η‧τος

Adjective

[edit]

αδιαφοροποίητος (adiaforopoíitosm (feminine αδιαφοροποίητη, neuter αδιαφοροποίητο)

  1. undifferentiated, not differentiated
    Synonym: αδιαφόριστος (adiafóristos)
  2. (biology) undifferentiated

Declension

[edit]
Declension of αδιαφοροποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιαφοροποίητος (adiaforopoíitos) αδιαφοροποίητη (adiaforopoíiti) αδιαφοροποίητο (adiaforopoíito) αδιαφοροποίητοι (adiaforopoíitoi) αδιαφοροποίητες (adiaforopoíites) αδιαφοροποίητα (adiaforopoíita)
genitive αδιαφοροποίητου (adiaforopoíitou) αδιαφοροποίητης (adiaforopoíitis) αδιαφοροποίητου (adiaforopoíitou) αδιαφοροποίητων (adiaforopoíiton) αδιαφοροποίητων (adiaforopoíiton) αδιαφοροποίητων (adiaforopoíiton)
accusative αδιαφοροποίητο (adiaforopoíito) αδιαφοροποίητη (adiaforopoíiti) αδιαφοροποίητο (adiaforopoíito) αδιαφοροποίητους (adiaforopoíitous) αδιαφοροποίητες (adiaforopoíites) αδιαφοροποίητα (adiaforopoíita)
vocative αδιαφοροποίητε (adiaforopoíite) αδιαφοροποίητη (adiaforopoíiti) αδιαφοροποίητο (adiaforopoíito) αδιαφοροποίητοι (adiaforopoíitoi) αδιαφοροποίητες (adiaforopoíites) αδιαφοροποίητα (adiaforopoíita)
[edit]

Further reading

[edit]