διαφοροποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]διαφοροποίηση • (diaforopoíisi) f (plural διαφοροποιήσεις)
Declension
[edit]Declension of διαφοροποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | διαφοροποίηση • | διαφοροποιήσεις • | |
genitive | διαφοροποίησης • | διαφοροποιήσεων • | |
accusative | διαφοροποίηση • | διαφοροποιήσεις • | |
vocative | διαφοροποίηση • | διαφοροποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: διαφοροποιήσεως • |
Related terms
[edit]- αδιαφοροποίητος (adiaforopoíitos, “undifferentiated”)
- διαφοροποιώ (diaforopoió, “to differentiate”)
See also
[edit]- αντιδιαστολή f (antidiastolí, “distinguish”)