Jump to content

διαφοροποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διαφοροποίηση (diaforopoíisif (plural διαφοροποιήσεις)

  1. diversification
  2. (biology) differentiation

Declension

[edit]
singular plural
nominative διαφοροποίηση (diaforopoíisi) διαφοροποιήσεις (diaforopoiíseis)
genitive διαφοροποίησης (diaforopoíisis) διαφοροποιήσεων (diaforopoiíseon)
accusative διαφοροποίηση (diaforopoíisi) διαφοροποιήσεις (diaforopoiíseis)
vocative διαφοροποίηση (diaforopoíisi) διαφοροποιήσεις (diaforopoiíseis)

Older or formal genitive singular: διαφοροποιήσεως (diaforopoiíseos)

[edit]

See also

[edit]