Jump to content

αντιδιαστολή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιδιαστολή (antidiastolíf (plural αντιδιαστολές)

  1. contrast, contradistinction

Declension

[edit]
Declension of αντιδιαστολή
singular plural
nominative αντιδιαστολή (antidiastolí) αντιδιαστολές (antidiastolés)
genitive αντιδιαστολής (antidiastolís) αντιδιαστολών (antidiastolón)
accusative αντιδιαστολή (antidiastolí) αντιδιαστολές (antidiastolés)
vocative αντιδιαστολή (antidiastolí) αντιδιαστολές (antidiastolés)

Derived terms

[edit]
[edit]