αντιδιαστολή
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιδιαστολή • (antidiastolí) f (plural αντιδιαστολές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιδιαστολή (antidiastolí) | αντιδιαστολές (antidiastolés) |
genitive | αντιδιαστολής (antidiastolís) | αντιδιαστολών (antidiastolón) |
accusative | αντιδιαστολή (antidiastolí) | αντιδιαστολές (antidiastolés) |
vocative | αντιδιαστολή (antidiastolí) | αντιδιαστολές (antidiastolés) |
Derived terms
[edit]- κατ' αντιδιαστολή προς (kat' antidiastolí pros, “as opposed to”)
Related terms
[edit]- αντιδιασταλτικός (antidiastaltikós, “contradistinctive”, adjective)
- αντιδιαστέλλω (antidiastéllo, “to contradistinguish”)