Jump to content

άνισος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄνισος (ánisos).

Adjective

[edit]

άνισος (ánisosm (feminine άνιση, neuter άνισο)

  1. unequal
    Antonym: ίσος (ísos)
  2. unfair, inequitable, unjust

Declension

[edit]
Declension of άνισος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άνισος (ánisos) άνιση (ánisi) άνισο (ániso) άνισοι (ánisoi) άνισες (ánises) άνισα (ánisa)
genitive άνισου (ánisou) άνισης (ánisis) άνισου (ánisou) άνισων (ánison) άνισων (ánison) άνισων (ánison)
accusative άνισο (ániso) άνιση (ánisi) άνισο (ániso) άνισους (ánisous) άνισες (ánises) άνισα (ánisa)
vocative άνισε (ánise) άνιση (ánisi) άνισο (ániso) άνισοι (ánisoi) άνισες (ánises) άνισα (ánisa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άνισος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άνισος, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

See also

[edit]