άνισος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἄνισος (ánisos).
Adjective
[edit]άνισος • (ánisos) m (feminine άνιση, neuter άνισο)
- unequal
- Antonym: ίσος (ísos)
- unfair, inequitable, unjust
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άνισος (ánisos) | άνιση (ánisi) | άνισο (ániso) | άνισοι (ánisoi) | άνισες (ánises) | άνισα (ánisa) | |
genitive | άνισου (ánisou) | άνισης (ánisis) | άνισου (ánisou) | άνισων (ánison) | άνισων (ánison) | άνισων (ánison) | |
accusative | άνισο (ániso) | άνιση (ánisi) | άνισο (ániso) | άνισους (ánisous) | άνισες (ánises) | άνισα (ánisa) | |
vocative | άνισε (ánise) | άνιση (ánisi) | άνισο (ániso) | άνισοι (ánisoi) | άνισες (ánises) | άνισα (ánisa) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άνισος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άνισος, etc.)
Derived terms
[edit]Related terms
[edit]- and see: ίσος (ísos, “equal”, adjective)
- ανισοβαρής (anisovarís, “of unequal mass”)
- ανισομερής (anisomerís, “of unequal parts”)
- ανισομήκης (anisomíkis, “of unequal length”)
- ανισόπαχος (anisópachos, “of unequal thickness”)
- ανισόπεδος (anisópedos, “uneven, at different levels”)
- ανισοπέδωτος (anisopédotos, “unlevelled”)
- ανισότητα f (anisótita, “inequality”)
- ανισοτιμία f (anisotimía, “inequality”)
- ανισότιμος f (anisótimos, “unequal price”)
- ανισοϋψής (anisoÿpsís, “of unequal height”)
See also
[edit]- compare with: ανίσως (anísos, “if”, conjunction)