ανισοτιμία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ανισοτιμία • (anisotimía) f (plural ανισοτιμίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανισοτιμία (anisotimía) | ανισοτιμίες (anisotimíes) |
genitive | ανισοτιμίας (anisotimías) | ανισοτιμιών (anisotimión) |
accusative | ανισοτιμία (anisotimía) | ανισοτιμίες (anisotimíes) |
vocative | ανισοτιμία (anisotimía) | ανισοτιμίες (anisotimíes) |
Related terms
[edit]- see: άνισος (ánisos, “unequal”, adjective)