Jump to content

ισοτιμία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ισοτιμία (isotimíaf (plural ισοτιμίες)

  1. equality, parity
    Synonym: ισότητα (isótita)
    Antonym: ανισοτιμία (anisotimía)

Declension

[edit]
Declension of ισοτιμία
singular plural
nominative ισοτιμία (isotimía) ισοτιμίες (isotimíes)
genitive ισοτιμίας (isotimías) ισοτιμιών (isotimión)
accusative ισοτιμία (isotimía) ισοτιμίες (isotimíes)
vocative ισοτιμία (isotimía) ισοτιμίες (isotimíes)
[edit]
  • see: ίσος (ísos, equal, adjective)