ισοτιμία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ισοτιμία • (isotimía) f (plural ισοτιμίες)
- equality, parity
- Synonym: ισότητα (isótita)
- Antonym: ανισοτιμία (anisotimía)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ισοτιμία (isotimía) | ισοτιμίες (isotimíes) |
genitive | ισοτιμίας (isotimías) | ισοτιμιών (isotimión) |
accusative | ισοτιμία (isotimía) | ισοτιμίες (isotimíes) |
vocative | ισοτιμία (isotimía) | ισοτιμίες (isotimíes) |
Related terms
[edit]- see: ίσος (ísos, “equal”, adjective)