Jump to content

ανισορροπία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανισορροπία (anisorropíaf (plural ανισορροπίες)

  1. imbalance, lack of equilibrium, instability
    Antonym: ισορροπία (isorropía)

Declension

[edit]
Declension of ανισορροπία
singular plural
nominative ανισορροπία (anisorropía) ανισορροπίες (anisorropíes)
genitive ανισορροπίας (anisorropías) ανισορροπιών (anisorropión)
accusative ανισορροπία (anisorropía) ανισορροπίες (anisorropíes)
vocative ανισορροπία (anisorropía) ανισορροπίες (anisorropíes)
[edit]