Jump to content

ανισοπέδωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανισοπέδωτος (anisopédotosm (feminine ανισοπέδωτη, neuter ανισοπέδωτο)

  1. unlevelled (UK), unleveled (US)
  2. uneven, irregular

Declension

[edit]
Declension of ανισοπέδωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανισοπέδωτος (anisopédotos) ανισοπέδωτα (anisopédota) ανισοπέδωτο (anisopédoto) ανισοπέδωτοι (anisopédotoi) ανισοπέδωτες (anisopédotes) ανισοπέδωτα (anisopédota)
genitive ανισοπέδωτου (anisopédotou) ανισοπέδωτας (anisopédotas) ανισοπέδωτου (anisopédotou) ανισοπέδωτων (anisopédoton) ανισοπέδωτων (anisopédoton) ανισοπέδωτων (anisopédoton)
accusative ανισοπέδωτο (anisopédoto) ανισοπέδωτα (anisopédota) ανισοπέδωτο (anisopédoto) ανισοπέδωτους (anisopédotous) ανισοπέδωτες (anisopédotes) ανισοπέδωτα (anisopédota)
vocative ανισοπέδωτε (anisopédote) ανισοπέδωτα (anisopédota) ανισοπέδωτο (anisopédoto) ανισοπέδωτοι (anisopédotoi) ανισοπέδωτες (anisopédotes) ανισοπέδωτα (anisopédota)

Coordinate terms

[edit]