ισοτροπία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ισοτροπία • (isotropía) f (uncountable)
- (sciences) isotropy
- Antonym: ανισοτροπία (anisotropía)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | ισοτροπία (isotropía) |
genitive | ισοτροπίας (isotropías) |
accusative | ισοτροπία (isotropía) |
vocative | ισοτροπία (isotropía) |