Jump to content

ισοτροπία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ισοτροπία (isotropíaf (uncountable)

  1. (sciences) isotropy
    Antonym: ανισοτροπία (anisotropía)

Declension

[edit]
singular
nominative ισοτροπία (isotropía)
genitive ισοτροπίας (isotropías)
accusative ισοτροπία (isotropía)
vocative ισοτροπία (isotropía)