Jump to content

ανισοσύλλαβος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανισοσύλλαβος (anisosýllavosm (feminine ανισοσύλλαβη, neuter ανισοσύλλαβο)

  1. (grammar) imparisyllabic

Declension

[edit]
Declension of ανισοσύλλαβος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανισοσύλλαβος (anisosýllavos) ανισοσύλλαβη (anisosýllavi) ανισοσύλλαβο (anisosýllavo) ανισοσύλλαβοι (anisosýllavoi) ανισοσύλλαβες (anisosýllaves) ανισοσύλλαβα (anisosýllava)
genitive ανισοσύλλαβου (anisosýllavou) ανισοσύλλαβης (anisosýllavis) ανισοσύλλαβου (anisosýllavou) ανισοσύλλαβων (anisosýllavon) ανισοσύλλαβων (anisosýllavon) ανισοσύλλαβων (anisosýllavon)
accusative ανισοσύλλαβο (anisosýllavo) ανισοσύλλαβη (anisosýllavi) ανισοσύλλαβο (anisosýllavo) ανισοσύλλαβους (anisosýllavous) ανισοσύλλαβες (anisosýllaves) ανισοσύλλαβα (anisosýllava)
vocative ανισοσύλλαβε (anisosýllave) ανισοσύλλαβη (anisosýllavi) ανισοσύλλαβο (anisosýllavo) ανισοσύλλαβοι (anisosýllavoi) ανισοσύλλαβες (anisosýllaves) ανισοσύλλαβα (anisosýllava)

Antonyms

[edit]