Jump to content

ισοσύλλαβος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ισοσύλλαβος (isosýllavosm (feminine ισοσύλλαβη, neuter ισοσύλλαβο)

  1. (grammar) parisyllabic

Declension

[edit]
Declension of ισοσύλλαβος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ισοσύλλαβος (isosýllavos) ισοσύλλαβη (isosýllavi) ισοσύλλαβο (isosýllavo) ισοσύλλαβοι (isosýllavoi) ισοσύλλαβες (isosýllaves) ισοσύλλαβα (isosýllava)
genitive ισοσύλλαβου (isosýllavou) ισοσύλλαβης (isosýllavis) ισοσύλλαβου (isosýllavou) ισοσύλλαβων (isosýllavon) ισοσύλλαβων (isosýllavon) ισοσύλλαβων (isosýllavon)
accusative ισοσύλλαβο (isosýllavo) ισοσύλλαβη (isosýllavi) ισοσύλλαβο (isosýllavo) ισοσύλλαβους (isosýllavous) ισοσύλλαβες (isosýllaves) ισοσύλλαβα (isosýllava)
vocative ισοσύλλαβε (isosýllave) ισοσύλλαβη (isosýllavi) ισοσύλλαβο (isosýllavo) ισοσύλλαβοι (isosýllavoi) ισοσύλλαβες (isosýllaves) ισοσύλλαβα (isosýllava)

Antonyms

[edit]