Jump to content

ανισομερής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From αν- (an-, α- privative) +‎ ισομερής (isomerís).

Adjective

[edit]

ανισομερής (anisomerísm (feminine ανισομερής, neuter ανισομερές)

  1. of unequal parts

Declension

[edit]
Declension of ανισομερής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανισομερής (anisomerís) ανισομερής (anisomerís) ανισομερές (anisomerés) ανισομερείς (anisomereís) ανισομερείς (anisomereís) ανισομερή (anisomerí)
genitive ανισομερούς (anisomeroús)
ανισομερή (anisomerí)
ανισομερούς (anisomeroús) ανισομερούς (anisomeroús) ανισομερών (anisomerón) ανισομερών (anisomerón) ανισομερών (anisomerón)
accusative ανισομερή (anisomerí) ανισομερή (anisomerí) ανισομερές (anisomerés) ανισομερείς (anisomereís) ανισομερείς (anisomereís) ανισομερή (anisomerí)
vocative ανισομερή (anisomerí)
ανισομερής (anisomerís)
ανισομερής (anisomerís) ανισομερές (anisomerés) ανισομερείς (anisomereís) ανισομερείς (anisomereís) ανισομερή (anisomerí)

Coordinate terms

[edit]