Category:Ancient Greek neuter nouns
Jump to navigation
Jump to search
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Ancient Greek nouns of neuter gender, i.e. belonging to a gender category that does not usually contain male or female beings.
Jump to: Top – Α Β Γ Δ Ε (Ϝ) Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π (Ϙ) Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω (Ϡ) |
Subcategories
This category has the following 3 subcategories, out of 3 total.
2
3
I
Pages in category "Ancient Greek neuter nouns"
The following 200 pages are in this category, out of 2,207 total.
(previous page) (next page)Α
- ἄβατον
- Ἄβδηρα
- Ἀβεντῖνον
- Ἄβιλα
- ἀβραμίδιον
- ἀβρότονον
- Ἀγάθυρνον
- ἄγαλμα
- ἀγάλοχον
- ἀγαρικόν
- ἀγγεῖον
- ἀγγήϊον
- ἄγγος
- ἀγγούριον
- ἄγγουρον
- ἅγιον
- ἄγκιστρον
- ἄγκος
- ἀγνόημα
- ἄγος
- ἀγρηνόν
- Ἀγρίνιον
- ἀγριόκαρδον
- ἀγριοκρόμμυον
- ἀγριοπήγανον
- ἀγριόπρασον
- ἀγριόρροδον
- ἀγριόφυλλον
- ἀγώνισμα
- ἀδίαντον
- ἀδίκημα
- ἅδος
- ἄδρυα
- ἄδυτον
- ἀέθλιον
- ἄεθλον
- Ἀθήναιον
- ἀθήρωμα
- ἄθλημα
- ἆθλον
- ἄθος
- ἄθυρμα
- Αἰγαῖον
- Αἰγαῖον πέλαγος
- Αἴγιον
- αἰγόκερας
- Αἰγύπτιον
- αἰδοῖον
- αἶθος
- αἶκλον
- Αἴλανα
- αἷμα
- αἴνιγμα
- Αἰπύ
- αἱρέσια
- αἶσχος
- ἀκάνθιον
- ἀκαρί
- ἄκαρι
- ἀκάτιον
- ἀκόνιτον
- ἀκόντιον
- ἄκορον
- ἄκος
- ἄκουσμα
- ἀκουσμάτιον
- ἀκρόαμα
- ἀκροκώλιον
- ἄκρον
- ἀκρωτήριον
- Ἄκτιον
- Ἀλάβανδα
- Ἄλαπτα
- ἄλαρα
- ἅλας
- ἄλγημα
- ἄλγος
- ἄλειαρ
- Ἀλείσιον
- ἄλεισον
- ἄλειφαρ
- ἀλεξιφάρμακον
- Ἀλέτριον
- ἄλευρον
- ἀλεφ
- ἁλικάκκαβον
- Ἄλινδα
- ἄλισμα
- ἅλμα
- ἄλογον
- Ἀλόντιον
- ἄλσος
- ἄλυπον
- ἄλυσσον
- ἄλφα
- ἀλφάβητον
- ἀλφάδιον
- ἄλφι
- ἄλφιτον
- ἁμάδεον
- ἀμάρακον
- ἀμάραντον
- ἁμάρτημα
- ἄμβολα
- ἄμι
- ἅμμα
- ἀμμωνιακόν
- ἀμνίον
- Ἀμόριον
- ἀμπελόκαρπον
- ἀμπελόπρασον
- ἀμπελουργεῖον
- ἀμύγδαλον
- ἄμυλον
- ἀμφίβληστρον
- ἀμφιθέατρον
- ἄμωμον
- ἀνάβαθρον
- ἀναγκαῖον
- Ἀνάζαρβα
- ἀνάθεμα
- Ἄναια
- ἀνακτόριον
- ἀνάλημμα
- ἀνάλυμα
- ἀνάρρινον
- ἀνάστημα
- ἀναχώρημα
- ἄνδηρον
- ἀνδράποδον
- ἀνδρόσαιμον
- ἀνδρόσακες
- Ἀνεμούριον
- ἄνηθον
- ἄνητον
- ἄνθεμον
- Ἀνθεστήρια
- ἄνθος
- ἄνθρυσκον
- ἄνισον
- ἄννησον
- ἀντίδωρον
- ἀντίθετον
- ἀντικνήμιον
- Ἀντικύθηρα
- ἀντίον
- Ἄντιον
- ἀντίρρινον
- ἀντίσιγμα
- ἀντιτείχισμα
- ἄντρον
- ἀξίωμα
- ἄορ
- ἄπαστον
- Ἀπατούρια
- ἀπελλόν
- ἄπιον
- ἀπόγειον
- ἄποινα
- ἀποκύημα
- ἀπόκυνον
- ἀπόμακτρον
- ἀπομνημόνευμα
- ἀπόπτυγμα
- ἀπόφθεγμα
- Ἄρβηλα
- ἄργεμον
- ἄργματα
- Ἄργος
- ἀργύριον
- ἀρδάλιον
- ἄρθρον
- ἀριθμητικόν
- Ἀρίμενον
- -άριον
- ἄριστον
- ἄρκιον
- ἀρκόφθαλμον
- ἅρμα
- Ἅρμα
- ἄρμενον
- ἀρνίον
- ἀρνόγλωσσον
- ἄρον
- ἄροτρον
- ἅρπαγμα
- ἁρπαστόν
- Ἀρσαμόσατα
- Ἀρτάξατα
- Ἀρτεμίσιον
- ἄρτημα
- ἀρτίαλα
- ἀρτολάγανον
- ἄρτυμα
- ἀρχεῖον
- ἀρχέτυπον
- ἄρωμα
- ἄσαρον
- ἄσημον
- ἆσθμα