Learned borrowing from Ancient Greek ταλαιπωρῶ ( talaipōrô ) , contracted form of τᾰλαιπωρέω ( talaipōréō ) , from Ancient Greek ταλαίπωρος ( talaípōros , “ suffering, miserable ” ) .
IPA (key ) : /talepoˈɾo/
Hyphenation: τα‧λαι‧πω‧ρώ
ταλαιπωρώ • (talaiporó ) (past ταλαιπώρησα , passive ταλαιπωρούμαι /ταλαιπωριέμαι , p‑past ταλαιπωρήθηκα , ppp ταλαιπωρημένος )
to trouble , bother , pester , beleaguer , worry , badger ( to make suffer )
Θα σας δώσω το χαρτί τώρα για να μην σας ταλαιπωρώ αύριο. Tha sas dóso to chartí tóra gia na min sas talaiporó ávrio. I'll give you the sheet now so I won't trouble you tomorrow.
Μη με ταλαιπωρείς με χαζές ερωτήσεις! Mi me talaiporeís me chazés erotíseis! Don't pester me with silly questions!
ταλαιπωρώ , ταλαιπωρούμαι / ταλαιπωριέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ταλαιπωρώ
ταλαιπωρήσω
ταλαιπωρούμαι - ταλαιπωριέμαι 1
ταλαιπωρηθώ
2 sg
ταλαιπωρείς
ταλαιπωρήσεις
ταλαιπωρείσαι - ταλαιπωριέσαι
ταλαιπωρηθείς
3 sg
ταλαιπωρεί
ταλαιπωρήσει
ταλαιπωρείται - ταλαιπωριέται
ταλαιπωρηθεί
1 pl
ταλαιπωρούμε
ταλαιπωρήσουμε , [-ομε ]
ταλαιπωρούμαστε - ταλαιπωριόμαστε
ταλαιπωρηθούμε
2 pl
ταλαιπωρείτε
ταλαιπωρήσετε
ταλαιπωρείστε - ταλαιπωριέστε , ταλαιπωριόσαστε
ταλαιπωρηθείτε
3 pl
ταλαιπωρούν (ε )
ταλαιπωρήσουν (ε )
ταλαιπωρούνται - ταλαιπωριούνται , ταλαιπωριόνται
ταλαιπωρηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ταλαιπωρούσα
ταλαιπώρησα
[ταλαιπωρούμουν (α )] - ταλαιπωριόμουν (α )1
ταλαιπωρήθηκα
2 sg
ταλαιπωρούσες
ταλαιπώρησες
[ταλαιπωρούσουν (α )] - ταλαιπωριόσουν (α )
ταλαιπωρήθηκες
3 sg
ταλαιπωρούσε
ταλαιπώρησε
ταλαιπωρούνταν , {ταλαιπωρείτο } - ταλαιπωριόταν (ε )
ταλαιπωρήθηκε
1 pl
ταλαιπωρούσαμε
ταλαιπωρήσαμε
ταλαιπωρούμασταν , (‑ούμαστε ) - ταλαιπωριόμασταν , (‑ιόμαστε )
ταλαιπωρηθήκαμε
2 pl
ταλαιπωρούσατε
ταλαιπωρήσατε
[ταλαιπωρούσασταν , (‑ούσαστε )] - ταλαιπωριόσασταν , (‑ιόσαστε )
ταλαιπωρηθήκατε
3 pl
ταλαιπωρούσαν (ε )
ταλαιπώρησαν , ταλαιπωρήσαν (ε )
ταλαιπωρούνταν , {ταλαιπωρούντο } - ταλαιπωριούνταν , (ταλαιπωριόντουσαν )
ταλαιπωρήθηκαν , ταλαιπωρηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ταλαιπωρώ ➤
θα ταλαιπωρήσω ➤
θα ταλαιπωρούμαι - ταλαιπωριέμαι ➤
θα ταλαιπωρηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ταλαιπωρείς , …
θα ταλαιπωρήσεις , …
θα ταλαιπωρείσαι - ταλαιπωριέσαι , …
θα ταλαιπωρηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ταλαιπωρήσει έχω, έχεις, … ταλαιπωρημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ταλαιπωρηθεί είμαι , είσαι , … ταλαιπωρημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ταλαιπωρήσει είχα, είχες, … ταλαιπωρημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ταλαιπωρηθεί ήμουν , ήσουν , … ταλαιπωρημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ταλαιπωρήσει θα έχω, θα έχεις, … ταλαιπωρημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ταλαιπωρηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ταλαιπωρημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
ταλαιπώρησε
—
ταλαιπωρήσου
2 pl
ταλαιπωρείτε
ταλαιπωρήστε
ταλαιπωρείστε - ταλαιπωριέστε
ταλαιπωρηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ταλαιπωρώντας ➤
ταλαιπωρούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας ταλαιπωρήσει ➤
ταλαιπωρημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ταλαιπωρήσει
ταλαιπωρηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. The passive forms with -ιέμαι , -ιόμουν are less formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.