Jump to content

ταλαιπωρημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of ταλαιπωρούμαι (talaiporoúmai) and ταλαιπωριέμαι (talaiporiémai), passive voices of ταλαιπωρώ (trouble, pester).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ta.le.po.ɾiˈme.nos/
  • Hyphenation: τα‧λαι‧πω‧ρη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

ταλαιπωρημένος (talaiporiménosm (feminine ταλαιπωρημένη, neuter ταλαιπωρημένο)

  1. miserable from hardships, wretched
    Η υγεία του είναι πολύ ταλαιπωρημένη.
    I ygeía tou eínai polý talaiporiméni.
    His health has suffered many hardships.
    (literally, “His health is miserable.”)

Declension

[edit]
Declension of ταλαιπωρημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ταλαιπωρημένος (talaiporiménos) ταλαιπωρημένη (talaiporiméni) ταλαιπωρημένο (talaiporiméno) ταλαιπωρημένοι (talaiporiménoi) ταλαιπωρημένες (talaiporiménes) ταλαιπωρημένα (talaiporiména)
genitive ταλαιπωρημένου (talaiporiménou) ταλαιπωρημένης (talaiporiménis) ταλαιπωρημένου (talaiporiménou) ταλαιπωρημένων (talaiporiménon) ταλαιπωρημένων (talaiporiménon) ταλαιπωρημένων (talaiporiménon)
accusative ταλαιπωρημένο (talaiporiméno) ταλαιπωρημένη (talaiporiméni) ταλαιπωρημένο (talaiporiméno) ταλαιπωρημένους (talaiporiménous) ταλαιπωρημένες (talaiporiménes) ταλαιπωρημένα (talaiporiména)
vocative ταλαιπωρημένε (talaiporiméne) ταλαιπωρημένη (talaiporiméni) ταλαιπωρημένο (talaiporiméno) ταλαιπωρημένοι (talaiporiménoi) ταλαιπωρημένες (talaiporiménes) ταλαιπωρημένα (talaiporiména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ταλαιπωρημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ταλαιπωρημένος, etc.)

[edit]