σημειώνω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek σημει(ῶ) (sēmei(ô), “put a mark”) / σημειόω (sēmeióō) + -ώνω (-óno), a rare active form of the more common middle disposition verb σημειοῦμαι (sēmeioûmai, “marked”).[1] Ultimately from Ancient Greek σημεῖον (sēmeîon).[2]
- For sense to put a mark, also semantic loan from French marquer, noter.
- For sense pay attention, also semantic loan from French marquer.
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]σημειώνω • (simeióno) (past σημείωσα, passive σημειώνομαι, p‑past σημειώθηκα, ppp σημειωμένος)
- to put a mark as recognizing sign or a reminder
- Σημειώνω χι στη σωστή απάντηση.
- Simeióno chi sti sostí apántisi.
- I mark the correct answer with an X.
- (expression) σημειώσατε Χ ― simeiósate Ch ― mark X (for a tie/draw)
- Synonyms: σημαδεύω (simadévo), μαρκάρω (markáro)
- to write down a note
- to pay attention, consider seriously
- Σημείωσε τα λόγια μου! ― Simeíose ta lógia mou! ― Mark my words!
- Synonyms: προσέχω (prosécho), δίνω σημασία (díno simasía), υπολογίζω (ypologízo)
- to note, to add emphasis
- αξίζει να σημειωθεί ― axízei na simeiotheí ― it is worth noting
- Synonyms: επισημαίνω (episimaíno), υπογραμμίζω (ypogrammízo)
- (3rd person) to occur
- Δε σημειώθηκαν επεισόδια στον χθεσινό αγώνα.
- De simeióthikan epeisódia ston chthesinó agóna.
- Νο incidents occurred at yesterday's match.
- Synonyms: (singular) γίνεται (gínetai), παρατηρείται (paratireítai)
- to achieve an outcome (positive or negative)
- σημειώνω επιτυχία ― simeióno epitychía ― achieve success
- σημειώνω αποτυχία ― simeióno apotychía ― achieve failure
- σημειώνω πρόοδο ― simeióno próodo ― make progress
Conjugation
[edit]σημειώνω σημειώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | σημειώνω | σημειώσω | σημειώνομαι | σημειωθώ |
2 sg | σημειώνεις | σημειώσεις | σημειώνεσαι | σημειωθείς |
3 sg | σημειώνει | σημειώσει | σημειώνεται | σημειωθεί |
1 pl | σημειώνουμε, [‑ομε] | σημειώσουμε, [‑ομε] | σημειωνόμαστε | σημειωθούμε |
2 pl | σημειώνετε | σημειώσετε | σημειώνεστε, σημειωνόσαστε | σημειωθείτε |
3 pl | σημειώνουν(ε) | σημειώσουν(ε) | σημειώνονται | σημειωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | σημείωνα | σημείωσα | σημειωνόμουν(α) | σημειώθηκα |
2 sg | σημείωνες | σημείωσες | σημειωνόσουν(α) | σημειώθηκες |
3 sg | σημείωνε | σημείωσε | σημειωνόταν(ε) | σημειώθηκε |
1 pl | σημειώναμε | σημειώσαμε | σημειωνόμασταν, (‑όμαστε) | σημειωθήκαμε |
2 pl | σημειώνατε | σημειώσατε | σημειωνόσασταν, (‑όσαστε) | σημειωθήκατε |
3 pl | σημείωναν, σημειώναν(ε) | σημείωσαν, σημειώσαν(ε) | σημειώνονταν, (σημειωνόντουσαν) | σημειώθηκαν, σημειωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα σημειώνω ➤ | θα σημειώσω ➤ | θα σημειώνομαι ➤ | θα σημειωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα σημειώνεις, … | θα σημειώσεις, … | θα σημειώνεσαι, … | θα σημειωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … σημειώσει έχω, έχεις, … σημειωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … σημειωθεί είμαι, είσαι, … σημειωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … σημειώσει είχα, είχες, … σημειωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … σημειωθεί ήμουν, ήσουν, … σημειωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … σημειώσει θα έχω, θα έχεις, … σημειωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … σημειωθεί θα είμαι, θα είσαι, … σημειωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | σημείωνε | σημείωσε | — | σημειώσου |
2 pl | σημειώνετε | σημειώστε | σημειώνεστε | σημειωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | σημειώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας σημειώσει ➤ | σημειωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | σημειώσει | σημειωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]- σημαίνω (simaíno, “sense: mark a point in a timeline”)
- and see definitions for each sense
Related terms
[edit]- αξιοσημείωτος (axiosimeíotos, “noteworthy”)
- ασημείωτος (asimeíotos, “not marked”)
- προσημειώνω (prosimeióno, “legal term, from προσημείωσις”)
- σημείωμα n (simeíoma, “a note”)
- σημείωση f (simeíosi, “a note”) & derivatives
- σημειωτέος (simeiotéos, “worthy to be marked”) (masculine verbal adjective, more common neuter σημειωτέον)
- σημειωτόν (simeiotón, “neuter, in expression βήμα σημειωτόν”)
- υποσημειώνω (yposimeióno, “I make a footnote”)
- and see: σημείο n (simeío, “a mark”) for more stems
References
[edit]- ^ σημειώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ σημειώνω - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
Categories:
- Greek terms borrowed from Koine Greek
- Greek learned borrowings from Koine Greek
- Greek terms derived from Koine Greek
- Greek terms inherited from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek semantic loans from French
- Greek terms derived from French
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek verbs
- Greek terms with usage examples
- Greek verbs conjugating like 'δηλώνω'
- Greek terms suffixed with -ώνω