σημείωση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]σημείωση • (simeíosi) f (plural σημειώσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σημείωση (simeíosi) | σημειώσεις (simeióseis) |
genitive | σημείωσης (simeíosis) | σημειώσεων (simeióseon) |
accusative | σημείωση (simeíosi) | σημειώσεις (simeióseis) |
vocative | σημείωση (simeíosi) | σημειώσεις (simeióseis) |
Older or formal genitive singular: σημειώσεως (simeióseos)
Related terms
[edit]- σημειώνω (simeióno, “to make a note”)
- σημείωμα n (simeíoma, “note”)
- σχόλιο n (schólio, “comment, note”)
- σημ. (sim.) Abbreviation of σημείωση (simeíosi).