Jump to content

σημείωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σημείωση (simeíosif (plural σημειώσεις)

  1. note, marginal comment, footnote, endnote

Declension

[edit]
Declension of σημείωση
singular plural
nominative σημείωση (simeíosi) σημειώσεις (simeióseis)
genitive σημείωσης (simeíosis) σημειώσεων (simeióseon)
accusative σημείωση (simeíosi) σημειώσεις (simeióseis)
vocative σημείωση (simeíosi) σημειώσεις (simeióseis)

Older or formal genitive singular: σημειώσεως (simeióseos)

[edit]