υπολογίζω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ὑπολογίζομαι (“take under consideration”). By surface analysis, υπο- (ypo-, “hypo-, under”) + λογίζομαι (logízomai, “count, reckon, consider”). Also, semantic loan from French calculer.[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]υπολογίζω • (ypologízo) active (past υπολόγισα, passive υπολογίζομαι)
Conjugation
[edit]υπολογίζω υπολογίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | υπολογίζω | υπολογίσω | υπολογίζομαι | υπολογιστώ |
2 sg | υπολογίζεις | υπολογίσεις | υπολογίζεσαι | υπολογιστείς |
3 sg | υπολογίζει | υπολογίσει | υπολογίζεται | υπολογιστεί |
1 pl | υπολογίζουμε, [‑ομε] | υπολογίσουμε, [‑ομε] | υπολογιζόμαστε | υπολογιστούμε |
2 pl | υπολογίζετε | υπολογίσετε | υπολογίζεστε, υπολογιζόσαστε | υπολογιστείτε |
3 pl | υπολογίζουν(ε) | υπολογίσουν(ε) | υπολογίζονται | υπολογιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | υπολόγιζα | υπολόγισα | υπολογιζόμουν(α) | υπολογίστηκα |
2 sg | υπολόγιζες | υπολόγισες | υπολογιζόσουν(α) | υπολογίστηκες |
3 sg | υπολόγιζε | υπολόγισε | υπολογιζόταν(ε) | υπολογίστηκε |
1 pl | υπολογίζαμε | υπολογίσαμε | υπολογιζόμασταν, (‑όμαστε) | υπολογιστήκαμε |
2 pl | υπολογίζατε | υπολογίσατε | υπολογιζόσασταν, (‑όσαστε) | υπολογιστήκατε |
3 pl | υπολόγιζαν, υπολογίζαν(ε) | υπολόγισαν, υπολογίσαν(ε) | υπολογίζονταν, (υπολογιζόντουσαν) | υπολογίστηκαν, υπολογιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα υπολογίζω ➤ | θα υπολογίσω ➤ | θα υπολογίζομαι ➤ | θα υπολογιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα υπολογίζεις, … | θα υπολογίσεις, … | θα υπολογίζεσαι, … | θα υπολογιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … υπολογίσει έχω, έχεις, … υπολογισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … υπολογιστεί είμαι, είσαι, … υπολογισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … υπολογίσει είχα, είχες, … υπολογισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … υπολογιστεί ήμουν, ήσουν, … υπολογισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … υπολογίσει θα έχω, θα έχεις, … υπολογισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … υπολογιστεί θα είμαι, θα είσαι, … υπολογισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | υπολόγιζε | υπολόγισε | — | υπολογίσου |
2 pl | υπολογίζετε | υπολογίστε | υπολογίζεστε | υπολογιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | υπολογίζοντας ➤ | υπολογιζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας υπολογίσει ➤ | υπολογισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | υπολογίσει | υπολογιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• passive forms with -στ- are informal (υπολογίστηκα). Αlternatives with ‑σθ- (υπολογίσθηκα) are learned, formal, more rare. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]See each sense at definitions.
Derived terms
[edit]- the participles υπολογισμένος and the more rare, learned υπολογιζόμενος
- υπολογίσιμος (ypologísimos, “one to be taken seriously”)
- υπολογιστής (ypologistís, “of ulterior motive”) (masculine) - υπολογίστρια (feminine)
- υπολογιστής m (ypologistís, “calculator”)
Related terms
[edit]- υπολογισμός m (ypologismós, “calculation”)
- υπολογιστικός (ypologistikós, “computational”)
References
[edit]- ^ υπολογίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language