υπολογίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]- IPA(key): /ipoloˈʝizome/
- Hyphenation: υ‧πο‧λο‧γί‧ζο‧μαι
- Homophone: υπολογίζομε (ypologízome)
Verb
[edit]υπολογίζομαι • (ypologízomai) passive (past υπολογίστηκα, active υπολογίζω)
- to be calculated, estimated
- Τα έξοδα είχαν υπολογιστεί, αλλά η επιπλέον δαπάνη δεν υπολογίστηκε.
- Ta éxoda eíchan ypologisteí, allá i epipléon dapáni den ypologístike.
- The expenses were calculated, but the extra cost has not been calculated.
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: υπολογίζω (ypologízo)