υπολογιστής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Calque of French calculateur (“calculating person”), after the English electronic calculator using the Greek υπολογίζω (ypologízo, “to calculate”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]υπολογιστής • (ypologistís) m (plural υπολογιστές, feminine υπολογίστρια)
- self-seeker, selfish person (person who calculates before acting)
- (technology) calculator, computer
- ηλεκτρονικός υπολογιστής ― ilektronikós ypologistís ― electronic computer
Declension
[edit]Declension of υπολογιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπολογιστής • | υπολογιστές • |
genitive | υπολογιστή • | υπολογιστών • |
accusative | υπολογιστή • | υπολογιστές • |
vocative | υπολογιστή • | υπολογιστές • |
Synonyms
[edit]- (electronic computer): κομπιούτερ n (kompioúter), ηλεκτρονικός υπολογιστής m (ilektronikós ypologistís)
Related terms
[edit]- υπολογίζω (ypologízo, “to calculate”)
- επιτραπέζιος υπολογιστής m (epitrapézios ypologistís, “desktop calculator”)
- ηλεκτρονικός υπολογιστής m (ilektronikós ypologistís, “electronic calculator”)
- φορητός υπολογιστής m (foritós ypologistís, “laptop computer”)
Further reading
[edit]- υπολογιστής on the Greek Wikipedia.Wikipedia el