Jump to content

υπολογίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υπολογίστρια (ypologístriaf (plural υπολογίστριες, masculine υπολογιστής)

  1. selfish person, self-seeker

Declension

[edit]
Declension of υπολογίστρια
singular plural
nominative υπολογίστρια (ypologístria) υπολογίστριες (ypologístries)
genitive υπολογίστριας (ypologístrias) υπολογιστριών (ypologistrión)
accusative υπολογίστρια (ypologístria) υπολογίστριες (ypologístries)
vocative υπολογίστρια (ypologístria) υπολογίστριες (ypologístries)