υπολογίστρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]υπολογίστρια • (ypologístria) f (plural υπολογίστριες, masculine υπολογιστής)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπολογίστρια (ypologístria) | υπολογίστριες (ypologístries) |
genitive | υπολογίστριας (ypologístrias) | υπολογιστριών (ypologistrión) |
accusative | υπολογίστρια (ypologístria) | υπολογίστριες (ypologístries) |
vocative | υπολογίστρια (ypologístria) | υπολογίστριες (ypologístries) |