From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Ancient Greek ἐπισημαίνω ( episēmaínō ) .[ 1] By surface analysis , επι- ( epi- ) + σημαίνω ( simaíno ) .
IPA (key ) : /e.pi.siˈme.no/
Hyphenation: ε‧πι‧ση‧μαί‧νω
επισημαίνω • (episimaíno ) (past επισήμανα , passive επισημαίνομαι , p‑past επισημάνθηκα , ppp επισημασμένος ) ( transitive )
to spot ( to identify )
to mark ( to create an indication of (a location) )
to point out , to note ( to mention indicatively )
επισημαίνω επισημαίνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
επισημαίνω
επισημάνω
επισημαίνομαι
επισημανθώ
2 sg
επισημαίνεις
επισημάνεις
επισημαίνεσαι
επισημανθείς
3 sg
επισημαίνει
επισημάνει
επισημαίνεται
επισημανθεί
1 pl
επισημαίνουμε , [‑ομε ]
επισημάνουμε , [‑ομε ]
επισημαινόμαστε
επισημανθούμε
2 pl
επισημαίνετε
επισημάνετε
επισημαίνεστε , επισημαινόσαστε
επισημανθείτε
3 pl
επισημαίνουν (ε )
επισημάνουν (ε )
επισημαίνονται
επισημανθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
επισήμαινα
επισήμανα
επισημαινόμουν (α )
επισημάνθηκα
2 sg
επισήμαινες
επισήμανες
επισημαινόσουν (α )
επισημάνθηκες
3 sg
επισήμαινε
επισήμανε
επισημαινόταν (ε )
επισημάνθηκε
1 pl
επισημαίναμε
επισημάναμε
επισημαινόμασταν , (‑όμαστε )
επισημανθήκαμε
2 pl
επισημαίνατε
επισημάνατε
επισημαινόσασταν , (‑όσαστε )
επισημανθήκατε
3 pl
επισήμαιναν , επισημαίναν (ε )
επισήμαναν , επισημάναν (ε )
επισημαίνονταν , (επισημαινόντουσαν )
επισημάνθηκαν , επισημανθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα επισημαίνω ➤
θα επισημάνω ➤
θα επισημαίνομαι ➤
θα επισημανθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα επισημαίνεις , …
θα επισημάνεις , …
θα επισημαίνεσαι , …
θα επισημανθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … επισημάνει έχω, έχεις, … επισημασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … επισημανθεί είμαι , είσαι , … επισημασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … επισημάνει είχα, είχες, … επισημασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … επισημανθεί ήμουν , ήσουν , … επισημασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … επισημάνει θα έχω, θα έχεις, … επισημασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … επισημανθεί θα είμαι, θα είσαι, … επισημασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
επισήμαινε
επισήμανε
—
—
2 pl
επισημαίνετε
επισημάνετε
επισημαίνεστε
επισημανθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
επισημαίνοντας ➤
επισημαινόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας επισημάνει ➤
επισημασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
επισημάνει
επισημανθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.