Jump to content

εκστρατεία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ἐκστρατεία (ekstrateía, military campaign, expedition), akin to verb εκστρατεύω (ekstratévo) from prefix εκ- (ek-, out, from) +‎ στρατός (stratós, army), from Ancient Greek ἐκστρατεύω (ekstrateúō, to march out; to take the field; wage a campaign) from ἐκ- (ek-) +‎ στρᾰτεύω (strateúō, to advance with an army, wage war); in figurative sense, partially a semantic loan from French campagne.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ek.straˈti.a/
  • Hyphenation: εκ‧στρα‧τεί‧α

Noun

[edit]

εκστρατεία (ekstrateíaf (plural εκστρατειές)

  1. (military) a military campaign, an expedition
    Η εκστρατεία της Χίου για την απελευθέρωση του νησιού άρχισε με σκοπό να φροντίσει να συμπεριληφθεί η Χίος στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, ύστερα από την σφαγή δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων της Χίου από τον Οθωμανικό στρατό.
    I ekstrateía tis Chíou gia tin apelefthérosi tou nisioú árchise me skopó na frontísei na symperiliftheí i Chíos sto neosýstato Ellinikó krátos, ýstera apó tin sfagí dekádon chiliádon Ellínon tis Chíou apó ton Othomanikó strató.
    The campaign of Chios for the liberation of the island commenced with the aim of ensuring that Chios was included in the newly formed Greek state, in the wake of the massacre of tens of thousands of Greeks in Chios by the Ottoman army.
    H Aργοναυτική εκστρατεία, το μυθικό ταξίδι του Iάσονα.H Argonaftikí ekstrateía, to mythikó taxídi tou Iásona.The Argonaut expedition, the mythic voyage of Jason.
  2. (figurative) a campaign, crusade; a coordinated team effort to achieve a certain political or social goal
    Aντικαπνιστική εκστρατείαAntikapnistikí ekstrateíaAntismoking campaign
    η εκστρατεία για τα ανθρώπινα διακαιώματαi ekstrateía gia ta anthrópina diakaiómatacampaign for human rights
    H προεκλογική εκστρατεία ενός κόμματος.H proeklogikí ekstrateía enós kómmatos.The election campaign of a political party.

Declension

[edit]
singular plural
nominative εκστρατεία (ekstrateía) εκστρατείες (ekstrateíes)
genitive εκστρατείας (ekstrateías) εκστρατειών (ekstrateión)
accusative εκστρατεία (ekstrateía) εκστρατείες (ekstrateíes)
vocative εκστρατεία (ekstrateía) εκστρατείες (ekstrateíes)
[edit]

Further reading

[edit]