διπλή τελεία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]διπλή (diplḗ, “double”) + τελεία (teleía, “stop”)
Noun
[edit]διπλή τελεία • (diplí teleía) f (plural διπλές τελείες)
Synonyms
[edit]- άνω και κάτω τελεία f (áno kai káto teleía)
- άνω κάτω τελεία f (áno káto teleía)
- διπλή στιγμή f (diplí stigmí) (rare)
See also
[edit]- . τελεία (teleía)
- , κόμμα (kómma)
- : δύο τελείες (dýo teleíes)
- · άνω τελεία (áno teleía)
- ; ερωτηματικό (erotimatikó)
- ! θαυμαστικό (thavmastikó)
- « » εισαγωγικά (eisagogiká)
- " “ ” εισαγωγικά (eisagogiká)
- ' ‘ ’ εισαγωγικά (eisagogiká)
- ' ’ απόστροφος (apóstrofos)
- ¨ διαλυτικά (dialytiká)
- ΄ τόνος (tónos)
- ‐ ενωτικό (enotikó)
- — παύλα (pávla)
- … αποσιωπητικά (aposiopitiká)
- ( ) παρένθεση (parénthesi)
- [ ] αγκύλη (agkýli)
- { } άγκιστρο (ágkistro)
- » : 〃 ομοιωματικά (omoiomatiká)
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)