From Wiktionary, the free dictionary
From χρήσιμ(ος) ( chrísim(os) , “ useful ” ) + -ο- + -ποιώ ( -poió , “ make ” ) from the ancient ποιέω ( poiéō ) /ποιῶ . Calque of French utiliser .[ 1]
IPA (key ) : /xɾi.si.mo.piˈo/
Hyphenation: χρη‧σι‧μο‧ποι‧ώ
χρησιμοποιώ • (chrisimopoió ) (past χρησιμοποίησα , passive χρησιμοποιούμαι , p‑past χρησιμοποιήθηκα , ppp χρησιμοποιημένος )
to use , employ , put to use , utilise
to employ ( someone )
χρησιμοποιώ , χρησιμοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
χρησιμοποιώ
χρησιμοποιήσω
χρησιμοποιούμαι
χρησιμοποιηθώ
2 sg
χρησιμοποιείς
χρησιμοποιήσεις
χρησιμοποιείσαι
χρησιμοποιηθείς
3 sg
χρησιμοποιεί
χρησιμοποιήσει
χρησιμοποιείται
χρησιμοποιηθεί
1 pl
χρησιμοποιούμε
χρησιμοποιήσουμε , [-ομε ]
χρησιμοποιούμαστε , χρησιμοποιόμαστε
χρησιμοποιηθούμε
2 pl
χρησιμοποιείτε
χρησιμοποιήσετε
χρησιμοποιείστε , (χρησιμοποιόσαστε )
χρησιμοποιηθείτε
3 pl
χρησιμοποιούν (ε )
χρησιμοποιήσουν (ε )
χρησιμοποιούνται
χρησιμοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
χρησιμοποιούσα
χρησιμοποίησα
χρησιμοποιούμουν (α ), χρησιμοποιόμουν (α )
χρησιμοποιήθηκα
2 sg
χρησιμοποιούσες
χρησιμοποίησες
[χρησιμοποιούσουν (α )], χρησιμοποιόσουν (α )
χρησιμοποιήθηκες
3 sg
χρησιμοποιούσε
χρησιμοποίησε
χρησιμοποιούνταν , χρησιμοποιόταν (ε ), {χρησιμοποιείτο }
χρησιμοποιήθηκε
1 pl
χρησιμοποιούσαμε
χρησιμοποιήσαμε
χρησιμοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), χρησιμοποιόμασταν , (‑όμαστε )
χρησιμοποιηθήκαμε
2 pl
χρησιμοποιούσατε
χρησιμοποιήσατε
[χρησιμοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], χρησιμοποιόσασταν , (‑όσαστε )
χρησιμοποιηθήκατε
3 pl
χρησιμοποιούσαν (ε )
χρησιμοποίησαν , χρησιμοποιήσαν (ε )
χρησιμοποιούνταν , χρησιμοποιόνταν (ε ), (χρησιμοποιόντουσαν ), {χρησιμοποιούντο }
χρησιμοποιήθηκαν , χρησιμοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα χρησιμοποιώ ➤
θα χρησιμοποιήσω ➤
θα χρησιμοποιούμαι ➤
θα χρησιμοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα χρησιμοποιείς , …
θα χρησιμοποιήσεις , …
θα χρησιμοποιείσαι , …
θα χρησιμοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … χρησιμοποιήσει έχω, έχεις, … χρησιμοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … χρησιμοποιηθεί είμαι , είσαι , … χρησιμοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … χρησιμοποιήσει είχα, είχες, … χρησιμοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … χρησιμοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … χρησιμοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … χρησιμοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … χρησιμοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … χρησιμοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … χρησιμοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
χρησιμοποίησε
—
χρησιμοποιήσου
2 pl
χρησιμοποιείτε
χρησιμοποιήστε
χρησιμοποιείστε
χρησιμοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
χρησιμοποιώντας ➤
χρησιμοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας χρησιμοποιήσει ➤
χρησιμοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
χρησιμοποιήσει
χρησιμοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
απασχολώ ( apascholó , “ to employ, to give a job to ” )
αχρησιμοποίητος ( achrisimopoíitos , “ unused ” ) άχρηστος ( áchristos , “ useless ” ) ιδιοχρησιμοποίηση f ( idiochrisimopoíisi , “ usage by the owner ” ) ( law ) πρωτοχρησιμοποιώ ( protochrisimopoió , “ use for the first time ” ) χρησιμεύω ( chrisimévo , “ I am useful ” ) χρησιμοποίηση f ( chrisimopoíisi , “ using, usage ” ) χρησιμοποιήσιμος ( chrisimopoiísimos , “ usable ” ) and see: χρήση f ( chrísi , “ use, usage ” ) , χρεία f ( khreía ) and the ancient χρή ( khrḗ )