From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly, from Hellenisic Koine Greek ἀπασχολῶ ( apaskholô ) ,[ 1] contracted form of ἀπασχολέω ( apaskholéō ) .
IPA (key ) : /a.pa.sxoˈlo/
Hyphenation: α‧πα‧σχο‧λώ
απασχολώ • (apascholó ) (past απασχόλησα , passive απασχολούμαι /απασχολιέμαι , p‑past απασχολήθηκα , ppp απασχολημένος )
to employ , give a job to
Απασχολεί σε μόνιμη βάση 15 υπαλλήλους. ― Apascholeí se mónimi vási 15 ypallílous. ― He employs 15 permanent workers.
to interrupt , distract , occupy , preoccupy
Synonym: απορροφώ ( aporrofó )
Μπορώ να σας απασχολήσω ; Κάνουμε μία δημοσκόπηση. Boró na sas apascholíso ; Kánoume mía dimoskópisi. May I occupy (some of your time)? We are conducting a survey.
απασχολώ , απασχολούμαι / απασχολιέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
απασχολώ
απασχολήσω
απασχολούμαι - απασχολιέμαι 1
απασχοληθώ
2 sg
απασχολείς
απασχολήσεις
απασχολείσαι - απασχολιέσαι
απασχοληθείς
3 sg
απασχολεί
απασχολήσει
απασχολείται - απασχολιέται
απασχοληθεί
1 pl
απασχολούμε
απασχολήσουμε , [-ομε ]
απασχολούμαστε - απασχολιόμαστε
απασχοληθούμε
2 pl
απασχολείτε
απασχολήσετε
απασχολείστε - απασχολιέστε , απασχολιόσαστε
απασχοληθείτε
3 pl
απασχολούν (ε )
απασχολήσουν (ε )
απασχολούνται - απασχολιούνται , απασχολιόνται
απασχοληθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
απασχολούσα
απασχόλησα
[απασχολούμουν (α )] - απασχολιόμουν (α )1
απασχολήθηκα
2 sg
απασχολούσες
απασχόλησες
[απασχολούσουν (α )] - απασχολιόσουν (α )
απασχολήθηκες
3 sg
απασχολούσε
απασχόλησε
απασχολούνταν , {απασχολείτο } - απασχολιόταν (ε )
απασχολήθηκε
1 pl
απασχολούσαμε
απασχολήσαμε
απασχολούμασταν , (‑ούμαστε ) - απασχολιόμασταν , (‑ιόμαστε )
απασχοληθήκαμε
2 pl
απασχολούσατε
απασχολήσατε
[απασχολούσασταν , (‑ούσαστε )] - απασχολιόσασταν , (‑ιόσαστε )
απασχοληθήκατε
3 pl
απασχολούσαν (ε )
απασχόλησαν , απασχολήσαν (ε )
απασχολούνταν , {απασχολούντο } - απασχολιούνταν , (απασχολιόντουσαν )
απασχολήθηκαν , απασχοληθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα απασχολώ ➤
θα απασχολήσω ➤
θα απασχολούμαι - απασχολιέμαι ➤
θα απασχοληθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα απασχολείς , …
θα απασχολήσεις , …
θα απασχολείσαι - απασχολιέσαι , …
θα απασχοληθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … απασχολήσει έχω, έχεις, … απασχολημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … απασχοληθεί είμαι , είσαι , … απασχολημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … απασχολήσει είχα, είχες, … απασχολημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … απασχοληθεί ήμουν , ήσουν , … απασχολημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … απασχολήσει θα έχω, θα έχεις, … απασχολημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … απασχοληθεί θα είμαι, θα είσαι, … απασχολημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
απασχόλησε
—
απασχολήσου
2 pl
απασχολείτε
απασχολήστε
απασχολείστε - απασχολιέστε
απασχοληθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
απασχολώντας ➤
απασχολούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας απασχολήσει ➤
απασχολημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
απασχολήσει
απασχοληθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. The passive forms with -ιέμαι , -ιόμουν are less formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.