ασχολούμαι
Appearance
See also: ἀσχολοῦμαι
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ασχολιέμαι (ascholiémai) (alternative conjugation)
Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀσχολέομαι (askholéomai), ἀσχολοῦμαι (askholoûmai), itself from ἀ- (a-) (privative) + σχολή (skholḗ).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ασχολούμαι • (ascholoúmai) deponent (past ασχολήθηκα)
- to be busy with, be occupied with
- Με τι ασχολείστε; (formal)
- Me ti ascholeíste;
- What is your job?
- (literally, “What do you occupy yourself with?”)
- to be concerned, pay attention to
- Δεν ασχολούμαι καθόλου μ’ αυτά τα θέματα.
- Den ascholoúmai kathólou m’ aftá ta thémata.
- I am not concerned with these matters at all.
Conjugation
[edit]ασχολούμαι / ασχολιέμαι (deponent: passive forms only, class B & A1)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | ασχολούμαι - ασχολιέμαι | ασχοληθώ |
2 sg | ασχολείσαι - ασχολιέσαι | ασχοληθείς |
3 sg | ασχολείται - ασχολιέται | ασχοληθεί |
1 pl | ασχολούμαστε - ασχολιόμαστε | ασχοληθούμε |
2 pl | ασχολείστε, {ασχολείσθε} - ασχολιέστε, (‑ιόσαστε) | ασχοληθείτε |
3 pl | ασχολούνται - ασχολιούνται, (‑ιόνται) | ασχοληθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | [ασχολούμουν(α)] - ασχολιόμουν(α) | ασχολήθηκα |
2 sg | [ασχολούσουν(α)] - ασχολιόσουν(α) | ασχολήθηκες |
3 sg | ασχολούνταν, {ασχολείτο}, [{ησχολείτο}] - ασχολιόταν(ε) | ασχολήθηκε |
1 pl | ασχολούμασταν, (‑ούμαστε) - ασχολιόμασταν, (‑ιόμαστε) | ασχοληθήκαμε |
2 pl | [ασχολούσασταν, [‑ούσαστε] - ασχολιόσασταν, (‑ιόσαστε) | ασχοληθήκατε |
3 pl | ασχολούνταν, {ασχολούντο}, [{ησχολούντο}] - ασχολιόνταν(ε), ασχολιόντουσαν, ασχολιούνταν | ασχολήθηκαν, ασχοληθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα ασχολούμαι - ασχολιέμαι ➤ | θα ασχοληθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ασχολείσαι - ασχολιέσαι, … | θα ασχοληθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ασχοληθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ασχοληθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ασχοληθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | ασχολήσου |
2 pl | ασχολείστε, {ασχολείσθε} - ασχολιέστε | ασχοληθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | ασχολούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | ασχοληθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Related terms
[edit]- and see: σχόλη f (schóli, “leisure”)
Not related to σχόλιο n (schólio, “comment”)