χρησιμοποίηση
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from χρησιμοποιώ (chrisimopoió) + -ση (-si).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]χρησιμοποίηση • (chrisimopoíisi) f (plural χρησιμοποιήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χρησιμοποίηση (chrisimopoíisi) | χρησιμοποιήσεις (chrisimopoiíseis) |
genitive | χρησιμοποίησης (chrisimopoíisis) | χρησιμοποιήσεων (chrisimopoiíseon) |
accusative | χρησιμοποίηση (chrisimopoíisi) | χρησιμοποιήσεις (chrisimopoiíseis) |
vocative | χρησιμοποίηση (chrisimopoíisi) | χρησιμοποιήσεις (chrisimopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: χρησιμοποιήσεως (chrisimopoiíseos)
Derived terms
[edit]- επαναχρησιμοποίηση (epanachrisimopoíisi)
References
[edit]- ^ χρησιμοποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language