Jump to content

χρησιμοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from χρησιμοποιώ (chrisimopoió) +‎ -ση (-si).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /xɾi.si.moˈpi.i.si/
  • Hyphenation: χρη‧σι‧μο‧ποί‧η‧ση

Noun

[edit]

χρησιμοποίηση (chrisimopoíisif (plural χρησιμοποιήσεις)

  1. use, utilization

Declension

[edit]
Declension of χρησιμοποίηση
singular plural
nominative χρησιμοποίηση (chrisimopoíisi) χρησιμοποιήσεις (chrisimopoiíseis)
genitive χρησιμοποίησης (chrisimopoíisis) χρησιμοποιήσεων (chrisimopoiíseon)
accusative χρησιμοποίηση (chrisimopoíisi) χρησιμοποιήσεις (chrisimopoiíseis)
vocative χρησιμοποίηση (chrisimopoíisi) χρησιμοποιήσεις (chrisimopoiíseis)

Older or formal genitive singular: χρησιμοποιήσεως (chrisimopoiíseos)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ χρησιμοποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language