επαναχρησιμοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From επανα- (epana-) +‎ χρησιμοποίηση (chrisimopoíisi) or επαναχρησιμοποιώ (epanachrisimopoió) +‎ -ση (-si).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.pa.na.xɾi.si.moˈpi.i.si/
  • Hyphenation: ε‧πα‧να‧χρη‧σι‧μο‧ποί‧η‧ση

Noun

[edit]

επαναχρησιμοποίηση (epanachrisimopoíisif (plural επαναχρησιμοποιήσεις)

  1. reuse

Declension

[edit]
singular plural
nominative επαναχρησιμοποίηση (epanachrisimopoíisi) επαναχρησιμοποιήσεις (epanachrisimopoiíseis)
genitive επαναχρησιμοποίησης (epanachrisimopoíisis) επαναχρησιμοποιήσεων (epanachrisimopoiíseon)
accusative επαναχρησιμοποίηση (epanachrisimopoíisi) επαναχρησιμοποιήσεις (epanachrisimopoiíseis)
vocative επαναχρησιμοποίηση (epanachrisimopoíisi) επαναχρησιμοποιήσεις (epanachrisimopoiíseis)

Formal genitive singular in -εως (-eos) is not common for this group of words.