χρησιμοποιήθηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]χρησιμοποιήθηκα • (chrisimopoiíthika)
- first-person singular simple past of χρησιμοποιούμαι (chrisimopoioúmai), the passive of χρησιμοποιώ (chrisimopoió)
χρησιμοποιήθηκα • (chrisimopoiíthika)