υποστιγμή

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

υπο- (ypo-, below, underneath) +‎ στιγμή (stigmí, point)

Noun

[edit]

υποστιγμή (ypostigmíf (plural υποστιγμές)

  1. (typography) the lower point or comma from early Greek texts

Declension

[edit]
singular plural
nominative υποστιγμή (ypostigmí) υποστιγμές (ypostigmés)
genitive υποστιγμής (ypostigmís) υποστιγμών (ypostigmón)
accusative υποστιγμή (ypostigmí) υποστιγμές (ypostigmés)
vocative υποστιγμή (ypostigmí) υποστιγμές (ypostigmés)

Synonyms

[edit]

See also

[edit]
.   τελεία (teleía)
,   κόμμα (kómma)
:   δύο τελείες (dýo teleíes)
·   άνω τελεία (áno teleía)
;   ερωτηματικό (erotimatikó)
!   θαυμαστικό (thavmastikó)
« »   εισαγωγικά (eisagogiká)
"       εισαγωγικά (eisagogiká)
'       εισαγωγικά (eisagogiká)
'     απόστροφος (apóstrofos)
¨   διαλυτικά (dialytiká)
΄   τόνος (tónos)
  ενωτικό (enotikó)
  παύλα (pávla)
  αποσιωπητικά (aposiopitiká)
  ( )     παρένθεση (parénthesi)
  [ ]     αγκύλη (agkýli)
  { }     άγκιστρο (ágkistro)
» :   ομοιωματικά (omoiomatiká)
see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)