στολίζω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from the Hellenistic Koine Greek στολίζω (stolízō), with ancient sense "arm, equip".[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]στολίζω • (stolízo) (past στόλισα, passive στολίζομαι)
- (transitive) to adorn, decorate, ornament
Conjugation
[edit]στολίζω στολίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | στολίζω | στολίσω | στολίζομαι | στολιστώ |
2 sg | στολίζεις | στολίσεις | στολίζεσαι | στολιστείς |
3 sg | στολίζει | στολίσει | στολίζεται | στολιστεί |
1 pl | στολίζουμε, [‑ομε] | στολίσουμε, [‑ομε] | στολιζόμαστε | στολιστούμε |
2 pl | στολίζετε | στολίσετε | στολίζεστε, στολιζόσαστε | στολιστείτε |
3 pl | στολίζουν(ε) | στολίσουν(ε) | στολίζονται | στολιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | στόλιζα | στόλισα | στολιζόμουν(α) | στολίστηκα |
2 sg | στόλιζες | στόλισες | στολιζόσουν(α) | στολίστηκες |
3 sg | στόλιζε | στόλισε | στολιζόταν(ε) | στολίστηκε |
1 pl | στολίζαμε | στολίσαμε | στολιζόμασταν, (‑όμαστε) | στολιστήκαμε |
2 pl | στολίζατε | στολίσατε | στολιζόσασταν, (‑όσαστε) | στολιστήκατε |
3 pl | στόλιζαν, στολίζαν(ε) | στόλισαν, στολίσαν(ε) | στολίζονταν, (στολιζόντουσαν) | στολίστηκαν, στολιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα στολίζω ➤ | θα στολίσω ➤ | θα στολίζομαι ➤ | θα στολιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα στολίζεις, … | θα στολίσεις, … | θα στολίζεσαι, … | θα στολιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … στολίσει έχω, έχεις, … στολισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … στολιστεί είμαι, είσαι, … στολισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … στολίσει είχα, είχες, … στολισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … στολιστεί ήμουν, ήσουν, … στολισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … στολίσει θα έχω, θα έχεις, … στολισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … στολιστεί θα είμαι, θα είσαι, … στολισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | στόλιζε | στόλισε | — | στολίσου |
2 pl | στολίζετε | στολίστε | στολίζεστε | στολιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | στολίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας στολίσει ➤ | στολισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | στολίσει | στολιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Antonyms
[edit]- ξεστολίζω (xestolízo)
Related terms
[edit]- ανθοστόλιστος (anthostólistos, “decorated with flowers”)
- αστόλιστος (astólistos, “not decorated”)
- ξεστολίζω (xestolízo, “take off decorations”)
- σημαιοστολίζω (simaiostolízo, “decorate with flags”)
- στολίδι n (stolídi, “decoration”)
- στόλισμα n (stólisma, “decorating”)
- στολισμένος (stolisménos, participle)
- στολισμός m (stolismós, “decorating”)
- and see: στολή f (stolí, “uniform”)
Also related: στόλος m (stólos, “fleet”) and derivatives of στέλλω (stéllo) / στέλνω (stélno, “send”)
See also
[edit]- ντύνω (ntýno, “to dress”)
References
[edit]- ^ στολίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language