στολίδι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From στολίζω (stolízo, “to adorn, decorate, ornament”) + -ίδι (-ídi). Compare Ancient Greek στολίδιον (stolídion, “short tunic”).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]στολίδι • (stolídi) n (plural στολίδια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στολίδι (stolídi) | στολίδια (stolídia) |
genitive | στολιδιού (stolidioú) | στολιδιών (stolidión) |
accusative | στολίδι (stolídi) | στολίδια (stolídia) |
vocative | στολίδι (stolídi) | στολίδια (stolídia) |
Related terms
[edit]- see: στολίζω (stolízo)
References
[edit]- ^ στολίδι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language