αστόλιστος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αστόλιστος (astólistosm (feminine αστόλιστη, neuter αστόλιστο)

  1. plain, unadorned
    Coordinate term: (out of uniform) άστολος (ástolos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστόλιστος (astólistos) αστόλιστη (astólisti) αστόλιστο (astólisto) αστόλιστοι (astólistoi) αστόλιστες (astólistes) αστόλιστα (astólista)
genitive αστόλιστου (astólistou) αστόλιστης (astólistis) αστόλιστου (astólistou) αστόλιστων (astóliston) αστόλιστων (astóliston) αστόλιστων (astóliston)
accusative αστόλιστο (astólisto) αστόλιστη (astólisti) αστόλιστο (astólisto) αστόλιστους (astólistous) αστόλιστες (astólistes) αστόλιστα (astólista)
vocative αστόλιστε (astóliste) αστόλιστη (astólisti) αστόλιστο (astólisto) αστόλιστοι (astólistoi) αστόλιστες (astólistes) αστόλιστα (astólista)
[edit]
  • see: στολή f (stolí, costume, uniform)

Further reading

[edit]