Jump to content

ανθοστόλιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανθοστόλιστος (anthostólistosm (feminine ανθοστόλιστη, neuter ανθοστόλιστο)

  1. decorated with flowers

Declension

[edit]
Declension of ανθοστόλιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανθοστόλιστος (anthostólistos) ανθοστόλιστη (anthostólisti) ανθοστόλιστο (anthostólisto) ανθοστόλιστοι (anthostólistoi) ανθοστόλιστες (anthostólistes) ανθοστόλιστα (anthostólista)
genitive ανθοστόλιστου (anthostólistou) ανθοστόλιστης (anthostólistis) ανθοστόλιστου (anthostólistou) ανθοστόλιστων (anthostóliston) ανθοστόλιστων (anthostóliston) ανθοστόλιστων (anthostóliston)
accusative ανθοστόλιστο (anthostólisto) ανθοστόλιστη (anthostólisti) ανθοστόλιστο (anthostólisto) ανθοστόλιστους (anthostólistous) ανθοστόλιστες (anthostólistes) ανθοστόλιστα (anthostólista)
vocative ανθοστόλιστε (anthostóliste) ανθοστόλιστη (anthostólisti) ανθοστόλιστο (anthostólisto) ανθοστόλιστοι (anthostólistoi) ανθοστόλιστες (anthostólistes) ανθοστόλιστα (anthostólista)

Coordinate terms

[edit]
[edit]