προφυλακτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- προφυλαχτικός (profylachtikós)
Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek προφυλακτικός (prophulaktikós), an adjectival formation from Ancient Greek προφυλάσσω (prophulássō), from προ- (pro-) + φυλάσσω (phulássō), with semantic loan from French préservatif.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]προφυλακτικός • (profylaktikós) m (feminine προφυλακτική, neuter προφυλακτικό)
Declension
[edit]Declension of προφυλακτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προφυλακτικός • | προφυλακτική • | προφυλακτικό • | προφυλακτικοί • | προφυλακτικές • | προφυλακτικά • |
genitive | προφυλακτικού • | προφυλακτικής • | προφυλακτικού • | προφυλακτικών • | προφυλακτικών • | προφυλακτικών • |
accusative | προφυλακτικό • | προφυλακτική • | προφυλακτικό • | προφυλακτικούς • | προφυλακτικές • | προφυλακτικά • |
vocative | προφυλακτικέ • | προφυλακτική • | προφυλακτικό • | προφυλακτικοί • | προφυλακτικές • | προφυλακτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προφυλακτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προφυλακτικός, etc.) |
Related terms
[edit]- see: προφύλαξη f (profýlaxi, “protection, guard”)
References
[edit]- ^ προφυλακτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Categories:
- Greek terms borrowed from Koine Greek
- Greek learned borrowings from Koine Greek
- Greek terms derived from Koine Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek semantic loans from French
- Greek terms derived from French
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek adjectives
- Greek adjectives in declension ός-ή-ό