Jump to content

προφυλακτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek προφυλακτικός (prophulaktikós), an adjectival formation from Ancient Greek προφυλάσσω (prophulássō), from προ- (pro-) +‎ φυλάσσω (phulássō), with semantic loan from French préservatif.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.fi.la.ktiˈkos/

Adjective

[edit]

προφυλακτικός (profylaktikósm (feminine προφυλακτική, neuter προφυλακτικό)

  1. prophylactic
    1. protecting, protective
    2. contraceptive
  2. careful

Declension

[edit]
Declension of προφυλακτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προφυλακτικός (profylaktikós) προφυλακτική (profylaktikí) προφυλακτικό (profylaktikó) προφυλακτικοί (profylaktikoí) προφυλακτικές (profylaktikés) προφυλακτικά (profylaktiká)
genitive προφυλακτικού (profylaktikoú) προφυλακτικής (profylaktikís) προφυλακτικού (profylaktikoú) προφυλακτικών (profylaktikón) προφυλακτικών (profylaktikón) προφυλακτικών (profylaktikón)
accusative προφυλακτικό (profylaktikó) προφυλακτική (profylaktikí) προφυλακτικό (profylaktikó) προφυλακτικούς (profylaktikoús) προφυλακτικές (profylaktikés) προφυλακτικά (profylaktiká)
vocative προφυλακτικέ (profylaktiké) προφυλακτική (profylaktikí) προφυλακτικό (profylaktikó) προφυλακτικοί (profylaktikoí) προφυλακτικές (profylaktikés) προφυλακτικά (profylaktiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προφυλακτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προφυλακτικός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ προφυλακτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language