προφυλακτικό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- προφυλαχτικό (profylachtikó)
Noun
[edit]προφυλακτικό • (profylaktikó) n (plural προφυλακτικά)
Declension
[edit]Declension of προφυλακτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προφυλακτικό • | προφυλακτικά • |
genitive | προφυλακτικού • | προφυλακτικών • |
accusative | προφυλακτικό • | προφυλακτικά • |
vocative | προφυλακτικό • | προφυλακτικά • |
Coordinate terms
[edit]- αντισυλληπτικό n (antisylliptikó, “contraceptive”)
Related terms
[edit]- see: προφύλαξη f (profýlaxi, “protection, guard”)
Adjective
[edit]προφυλακτικό • (profylaktikó)
- Accusative masculine singular form of προφυλακτικός (profylaktikós, “precautionary, prophylactic”).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of προφυλακτικός (profylaktikós).
Further reading
[edit]- προφυλακτικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el