Jump to content

αντισυλληπτικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντισυλληπτικό (antisylliptikón (plural αντισυλληπτικά)

  1. contraceptive

Declension

[edit]
Declension of αντισυλληπτικό
singular plural
nominative αντισυλληπτικό (antisylliptikó) αντισυλληπτικά (antisylliptiká)
genitive αντισυλληπτικού (antisylliptikoú) αντισυλληπτικών (antisylliptikón)
accusative αντισυλληπτικό (antisylliptikó) αντισυλληπτικά (antisylliptiká)
vocative αντισυλληπτικό (antisylliptikó) αντισυλληπτικά (antisylliptiká)

Coordinate terms

[edit]
[edit]

Adjective

[edit]

αντισυλληπτικό (antisylliptikó)

  1. accusative masculine singular of αντισυλληπτικός (antisylliptikós)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of αντισυλληπτικός (antisylliptikós)

Further reading

[edit]