αντισυλληπτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντισυλληπτικός • (antisylliptikós) m (feminine αντισυλληπτική, neuter αντισυλληπτικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντισυλληπτικός (antisylliptikós) | αντισυλληπτική (antisylliptikí) | αντισυλληπτικό (antisylliptikó) | αντισυλληπτικοί (antisylliptikoí) | αντισυλληπτικές (antisylliptikés) | αντισυλληπτικά (antisylliptiká) | |
genitive | αντισυλληπτικού (antisylliptikoú) | αντισυλληπτικής (antisylliptikís) | αντισυλληπτικού (antisylliptikoú) | αντισυλληπτικών (antisylliptikón) | αντισυλληπτικών (antisylliptikón) | αντισυλληπτικών (antisylliptikón) | |
accusative | αντισυλληπτικό (antisylliptikó) | αντισυλληπτική (antisylliptikí) | αντισυλληπτικό (antisylliptikó) | αντισυλληπτικούς (antisylliptikoús) | αντισυλληπτικές (antisylliptikés) | αντισυλληπτικά (antisylliptiká) | |
vocative | αντισυλληπτικέ (antisylliptiké) | αντισυλληπτική (antisylliptikí) | αντισυλληπτικό (antisylliptikó) | αντισυλληπτικοί (antisylliptikoí) | αντισυλληπτικές (antisylliptikés) | αντισυλληπτικά (antisylliptiká) |
Related terms
[edit]- see: αντισυλληπτικό n (antisylliptikó, “contraceptive”)