Jump to content

αντισυλληπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντισυλληπτικός (antisylliptikósm (feminine αντισυλληπτική, neuter αντισυλληπτικό)

  1. contraceptive

Declension

[edit]
Declension of αντισυλληπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντισυλληπτικός (antisylliptikós) αντισυλληπτική (antisylliptikí) αντισυλληπτικό (antisylliptikó) αντισυλληπτικοί (antisylliptikoí) αντισυλληπτικές (antisylliptikés) αντισυλληπτικά (antisylliptiká)
genitive αντισυλληπτικού (antisylliptikoú) αντισυλληπτικής (antisylliptikís) αντισυλληπτικού (antisylliptikoú) αντισυλληπτικών (antisylliptikón) αντισυλληπτικών (antisylliptikón) αντισυλληπτικών (antisylliptikón)
accusative αντισυλληπτικό (antisylliptikó) αντισυλληπτική (antisylliptikí) αντισυλληπτικό (antisylliptikó) αντισυλληπτικούς (antisylliptikoús) αντισυλληπτικές (antisylliptikés) αντισυλληπτικά (antisylliptiká)
vocative αντισυλληπτικέ (antisylliptiké) αντισυλληπτική (antisylliptikí) αντισυλληπτικό (antisylliptikó) αντισυλληπτικοί (antisylliptikoí) αντισυλληπτικές (antisylliptikés) αντισυλληπτικά (antisylliptiká)
[edit]