Jump to content

προφυλαχτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

προφυλαχτικός (profylachtikósm (feminine προφυλαχτική, neuter προφυλαχτικό)

  1. Alternative form of προφυλακτικός (profylaktikós)

Declension

[edit]
Declension of προφυλαχτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προφυλαχτικός (profylachtikós) προφυλαχτική (profylachtikí) προφυλαχτικό (profylachtikó) προφυλαχτικοί (profylachtikoí) προφυλαχτικές (profylachtikés) προφυλαχτικά (profylachtiká)
genitive προφυλαχτικού (profylachtikoú) προφυλαχτικής (profylachtikís) προφυλαχτικού (profylachtikoú) προφυλαχτικών (profylachtikón) προφυλαχτικών (profylachtikón) προφυλαχτικών (profylachtikón)
accusative προφυλαχτικό (profylachtikó) προφυλαχτική (profylachtikí) προφυλαχτικό (profylachtikó) προφυλαχτικούς (profylachtikoús) προφυλαχτικές (profylachtikés) προφυλαχτικά (profylachtiká)
vocative προφυλαχτικέ (profylachtiké) προφυλαχτική (profylachtikí) προφυλαχτικό (profylachtikó) προφυλαχτικοί (profylachtikoí) προφυλαχτικές (profylachtikés) προφυλαχτικά (profylachtiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προφυλαχτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προφυλαχτικός, etc.)