περιοριστικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek περιοριστικός (perioristikós, “serving to determine or define”) with semantic loan from French limitatif.[1] By surface analysis, περιορίζω (periorízo) + -τικός (-tikós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]περιοριστικός • (perioristikós) m (feminine περιοριστική, neuter περιοριστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | περιοριστικός (perioristikós) | περιοριστική (perioristikí) | περιοριστικό (perioristikó) | περιοριστικοί (perioristikoí) | περιοριστικές (perioristikés) | περιοριστικά (perioristiká) | |
genitive | περιοριστικού (perioristikoú) | περιοριστικής (perioristikís) | περιοριστικού (perioristikoú) | περιοριστικών (perioristikón) | περιοριστικών (perioristikón) | περιοριστικών (perioristikón) | |
accusative | περιοριστικό (perioristikó) | περιοριστική (perioristikí) | περιοριστικό (perioristikó) | περιοριστικούς (perioristikoús) | περιοριστικές (perioristikés) | περιοριστικά (perioristiká) | |
vocative | περιοριστικέ (perioristiké) | περιοριστική (perioristikí) | περιοριστικό (perioristikó) | περιοριστικοί (perioristikoí) | περιοριστικές (perioristikés) | περιοριστικά (perioristiká) |
Derived terms
[edit]- περιοριστικά (perioristiká, adverb)
- (learned) περιοριστικώς (perioristikós, adverb)
Related terms
[edit]- απεριόριστος (aperióristos)
- οριστικός (oristikós)
- περιορίζω (periorízo)
- περιορισμένος (periorisménos)
- περιορισμός m (periorismós)
References
[edit]- ^ περιοριστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Categories:
- Greek terms borrowed from Koine Greek
- Greek learned borrowings from Koine Greek
- Greek terms derived from Koine Greek
- Greek semantic loans from French
- Greek terms derived from French
- Greek terms suffixed with -τικός
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek adjectives
- Greek adjectives in declension ός-ή-ό