Jump to content

περιοριστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek περιοριστικός (perioristikós, serving to determine or define) with semantic loan from French limitatif.[1] By surface analysis, περιορίζω (periorízo) +‎ -τικός (-tikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pe.ɾi.o.ɾi.stiˈkos/
  • Hyphenation: πε‧ρι‧ο‧ρι‧στι‧κός

Adjective

[edit]

περιοριστικός (perioristikósm (feminine περιοριστική, neuter περιοριστικό)

  1. restrictive, limiting, constrictive

Declension

[edit]
Declension of περιοριστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative περιοριστικός (perioristikós) περιοριστική (perioristikí) περιοριστικό (perioristikó) περιοριστικοί (perioristikoí) περιοριστικές (perioristikés) περιοριστικά (perioristiká)
genitive περιοριστικού (perioristikoú) περιοριστικής (perioristikís) περιοριστικού (perioristikoú) περιοριστικών (perioristikón) περιοριστικών (perioristikón) περιοριστικών (perioristikón)
accusative περιοριστικό (perioristikó) περιοριστική (perioristikí) περιοριστικό (perioristikó) περιοριστικούς (perioristikoús) περιοριστικές (perioristikés) περιοριστικά (perioristiká)
vocative περιοριστικέ (perioristiké) περιοριστική (perioristikí) περιοριστικό (perioristikó) περιοριστικοί (perioristikoí) περιοριστικές (perioristikés) περιοριστικά (perioristiká)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ περιοριστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language