Jump to content

περιορισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

περιορισμός (periorismósm (plural περιορισμοί)

  1. restriction, limitation, constraint
  2. house arrest, confinement

Declension

[edit]
Declension of περιορισμός
singular plural
nominative περιορισμός (periorismós) περιορισμοί (periorismoí)
genitive περιορισμού (periorismoú) περιορισμών (periorismón)
accusative περιορισμό (periorismó) περιορισμούς (periorismoús)
vocative περιορισμέ (periorismé) περιορισμοί (periorismoí)